ῥυπαρός

ῥυπαρός
ῥυπαρός, ά, όν (ῥύπος; Teleclides Com. [V B.C.], Fgm. 3; Hippocr. et al.; pap, LXX; Just., D. 116, 1)
pert. to being dirty, filthy, soiled, a dirty area Hs 9, 7, 6; filthy clothes (Plut., Phoc. 750 [18, 4]; Cass. Dio 65, 20; Artem. 2, 3 p. 88, 23; Aelian, VH 14, 10; PGiss 76, 2f [II A.D.]; Zech 3:3f; SibOr 5, 188; Jos., Ant. 7, 267 ῥυπαρὰν τὴν ἐσθῆτα) ἐσθής Js 2:2. ῥάκη ῥ. filthy rags (s. ῥάκος 1) ApcPt 15, 30. In imagery occasioned by the proximity of ῥύπος: ἡμέραι ῥ. foul days B 8:6.
pert. to moral sordidness, unclean, defiled, fig. ext. of 1 (Dionys. Hal. et al. use the word for ‘sordidly avaricious’; s. Vett. Val. 104, 5; 117, 10; Test Jud 14:3 διαλογισμοὶ ῥ.) Rv 22:11; IEph 16:2 (cp. ἐν … πάσῃ ῥυπαρᾷ πράξει Just., D. 116, 1).—B. 1081.—DELG s.v. ῥύπος. M-M. Spicq.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ῥυπαρός — filthy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυπαρός — ή, ό / ῥυπαρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. γεμάτος βρομιά, γεμάτος ρύπους, ακάθαρτος, βρόμικος («ῥυπαρὸν εἴριον» λιγδιασμένο μαλλί, Ιπποκρ.) 2. μτφ. αυτός που έχει πρόστυχο χαρακτήρα, ανήθικος, αισχρός («ῥυπαροὶ πολῑται», Διον. Αλ.) αρχ. 1. αγενής, αγροίκος 2 …   Dictionary of Greek

  • ρυπαρός — ή, ό 1. ακάθαρτος, βρόμικος: Είχε πια συνηθίσει να είναι ρυπαρός και να βλέπει και τους άλλους στην ίδια κατάσταση. 2. αισχρός, κακοήθης: Κάτω από την ευγένεια κρυβόταν μια ρυπαρή ψυχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥυπαρά — ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc pl ῥυπαρά̱ , ῥυπαρός filthy fem nom/voc/acc dual ῥυπαρά̱ , ῥυπαρός filthy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπαρώτερον — ῥυπαρός filthy adverbial comp ῥυπαρός filthy masc acc comp sg ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπαρωτάτων — ῥυπαρός filthy fem gen superl pl ῥυπαρός filthy masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπαρωτέρων — ῥυπαρός filthy fem gen comp pl ῥυπαρός filthy masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπαρῶν — ῥυπαρός filthy fem gen pl ῥυπαρός filthy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπαρόν — ῥυπαρός filthy masc acc sg ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπαρώτατα — ῥυπαρός filthy adverbial superl ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπαρώτατον — ῥυπαρός filthy masc acc superl sg ῥυπαρός filthy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”